γοητεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοητεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοητεύω λόγ. σύνηθ. Μετοχ. γοητευμένος σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γοητεύω.
Σημασιολογία
Ἀσκῶ γοητείαν ἐπί τινος, θέλγω σαγηνεύω ἔνθ᾽ ἀν.: Γοητεύει μὲ τοὺς τρόπους του - μὲ τὴν συμπεριφορά του - μὲ τὴν ἐμφάνισή του. Ἔμεινα γοητευμένος ἀπὸ τὴ γνωριμία του λόγ. σύνηθ. β) Πλανῶ, ἀπατῶ, δελεάζω λόγ. σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA