γοῖον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοῖον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γοῖον Κύπρ. ὀγοῖον Κύπρ. ὡσγοῖον Κύπρ. ᾽σγοῖον Κύπρ. γο͜ιὸν Κύπρ. Μακεδ. (Φλόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ὀγο͜ιὸν Κύπρ. ὡσγο͜ιὸν Κύπρ. ᾽σγο͜ιὸν Κύπρ. ᾽σιγο͜ιὸν Κύπρ. δκο͜ιὸν Κύπρ. ὥσγο͜ιον Κύπρ. ὀγο͜ιὰν Κύπρ. ὡσγο͜ιὰν Κύπρ. ᾽σγο͜ιὰν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. οἷον. Ὁ τύπ. ὡσγο͜ιὸν ἐκ συνεκφορᾶς μετὰ τοῦ ὡς. Οἱ τὐπ. ὀγοῖον, ὀγο͜ιόν, ὀγο͜ιὰν διὰ τοῦ προσθετικοῦ ο. Πβ. γιˬὰ-ὀγιˬά. Οἱ τύπ. ὀγο͜ιάν, ὡσγο͜ιάν, ᾽σγρο͜ιὰν ἐκ συμφυρ. μετὰ τοῦ ἄν. Πβ. ὡσάν. Ὁ τύπ. ὡσγο͜ιὸν καὶ εἰς Μαχαιρ. 1, 2 (ἔκδ. R. Dawkins): «ἤτζου εἶναι καὶ οἱ ᾽μέραι τῆς ζωῆς μας, ὡς γοιὸν λαλεῖ ὁ Δαβίθ», ὁ δὲ τύπ. ὡσγοῖον καὶ εἰς Βουστρών. (ἔκδ. Κ. Σάθα, Μεσν. Βιβλ., 2,488): «καὶ ὡς γοῖον ἐπηγαῖναν, ἐμπλάσαν ᾽νοῦ ὀνόματι Ρήνγκου». Ὁ τύπ. ὥσγοιον καὶ εἰς Δουκ.

Σημασιολογία

1) Ὡς, ὅπως, καθὼς ἔνθ᾽ ἀν.: Παρπατεῖ ᾽σγο͜ιὰν τὴν πέρτικαν Κύπρ. ᾽Σγο͜ιὸν τὴν χήραν τὴν Λενοῦν αὐτόθ. Ποὺ τὸν φόον του ἐγίνη ἡ ὄψη του ἐγο͜ιὸν τὸν ᾽ύψον αὐτόθ. || ᾌσμ. Κάνει μῆλα γο͜ιὸν τὰ κίτρα, | σκουληκιˬάρικα καὶ λίγα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πέφτουν τὰ τόπιˬα γο͜ιὸν βροχὴ, κανόνιˬα γο͜ιὸν χαλάζι Μακεδ. (Φλόρ.) Ποὺ τὸ στενόν σου πέρασμα τ᾽ εἶδα τὴν πιπερκάν σου, τ᾽ εἶεν πιπέρκα κότινα ταὶ δκο͜ιὸν τὴν ἀφενκιˬάν σου Κύπρ. Ἔτσι ὀγο͜ιὰν τοῦ εἶπεν, ἔκαμε ὀγο͜ιὰν τοῦ παραγγέλλει αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Μαχαιρ., ἔνθ᾽ ἀν 2) Ὡς χρονικὸς σύνδεσμος, εὐθὺς ὡς, καθὼς Κύπρ.: Καὶ ὡσγο͜ιὸν ἐπεράσασιν οἱ σαράντα ἡμέρες Κύπρ. || ᾎσμ. Τιˬ οὕλα τὴν ἄνεδρην κουφὴν ᾽σγο͜ιὰν ρέσσεις ᾽ποφυσοῦσιν; Δ. Λιμπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 1.95. Ἡ σημ. καὶ εἰς Βουστρών. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/