ἀσκαλιˬάτσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκαλιˬάτσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσκαλιˬάτσος ὁ, Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ὰρχ. Ἀσκαλώνιον κρόμμυον. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 218.

Σημασιολογία

Τὸ ἐκ τοῦ σπόρου νανοφυὲς κρόμμυόν τὸ δίδον ἔπειτα δι᾿ ἀναφυτεύσεως τὸ ἐδώδιμον κρόμμυον. Συνών. κοκκάρι, σκελίδι, σκορδέλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/