βακούφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βακούφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βακούφι τό, βακούφιν Λυκ. (Λιβύσσ.) βακούφι πολλαχ. βακούφ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. vakif.
Σημασιολογία
1) Κτῆμα ἀφιερωμένον εἰς ἱερὸν ἵδρυμα, ναὸν ἢ μοναστήριον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Παροιμ. φρ. Σὰν νὰ τρώῃ ἀποὺ βακούφ’ (ἐπὶ ἀνθρώπου ἰσχνοῦ καὶ καχεκτικοῦ, ὁποῖος γίνεται ὁ ἁρπάζων καὶ κλέπτων τὰ ἱερὰ) Ἤπ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιους τρώει ἀπ᾿ τὰ βακούφια κακὴ προυκουπὴ κά’ αὐτόθ. 2) Ναὸς ἢ μονὴ Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ.: Φρ. ’Σ τοὺ βακούφ’ νὰ τὰ δώ’! (ἤτοι ν᾽ ἀποθάνῃ ἄτεκνος καὶ ἡ περιουσία του νὰ περιέλθῃ εἰς μονήν, ἐπὶ τοῦ ἀδίκως λαμβάνοντός τι) Ἤπ. || Γνωμ. Μὲ τὸ χωριˬὸ μὴ πιˬάνεσαι μηδὲ μὲ τὸ βακούφι, τὶ τοῦ χωριˬοῦ εἶν᾽ ἀδικιˬά, τοῦ βακουφιˬοῦ εἶναι κρῖμα (ἀπόφευγε τὰς δικαστικὰς ἔριδας μὲ κοινότητας, ναοὺς καὶ μοναστήρια) Ἤπ. β) Ὑπὸ τὸν τύπ. βακούφιˬα γιˬερά, τὰ ἐξωκκλήσια Μακεδ. (Σιάτ.) Πβ. μαγκούφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA