ἀσκαντάλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκαντάλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκαντάλιστος ἐπίθ. πολλαχ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσκαντάλιστος. Ἰδ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε2518 (ἔκδ. JLambert) «ἄθλιβος, ἀσκαντάλιστος, ἀμέριμνα τοῦ πόθου».

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐμβληθεὶς εἰς πειρασμόν, ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔβαλε κακὸν εἰς τὸν νοῦν του, ὁ μὴ σκανδαλισθεὶς πολλαχ.: Μὲ τὰ νάζιˬα της δὲν ἄφησε ἀσκαντάλιστο κἀνένα ἐνιαχ. || Γνωμ. Τρῶε τρῶε βρεχτοκούκκιˬα, ἀσκαντάλιστος ὁ καλόγερος Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/