γιˬορταλλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορταλλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬορταλλάζω ἐνιαχ. γιˬουρταλλάζου Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μετοχ. γιˬορταλλαμένη Λευκ (Φτερν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τοῦ ρ. ἀλλάζω.
Σημασιολογία
Ἀλλάζω τὴν καθημερινὴν ἑνδυμασίαν μου μὲ ἑορταστικὴν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ Θοδώρα ἤτανε γιˬορταλλαμένη Φτερν || ᾎσμ. Καλέ μου, τί γιˬουρτάλλαζις κ’ εἶσι γιˬουρταλλαγμένους; Ἰδῶ γάμους δὲ γένιτι μάιδι κὶ πανηγύρι Ἀχυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA