γιˬορτάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬορτάρης ἐπίθ. Κύπρ. Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ρόδ. γιˬορτιάρης Χάλκ. Θηλ. γιˬορτάρισσα Ρόδ. Πληθ. γιˬορταραῖοι Πελοπν. (Οἴτυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης, διὰ τὴν ὁποίαν βλ. -άρις.
Σημασιολογία
Ὁ ἑορτάζων, ὁ ἑορταστὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Νά ’ρτῃς αὔριον, πού ’μαι γιˬορτάρης, νὰ σοῦ κεράσωμεν Κύπρ. Εἶπεν ὁ γιˬορτιάρης τοῦ παππᾶ (εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀναθέσει νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναὸν πρὸς χάριν του) Χάλκ. Βοήθειά τους τοῦ γιˬορταραίωνε ἡ μέρα σήμερα Οἴτυλ. Συνών. γιˬορταστής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA