ἀσκάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκάρωτος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκαρωτὸς<σκαρώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐσχαρωμένος εἰσέτι, ἐπὶ πλοίων πολλαχ.: Καΐκι ἀσκάρωτο. 2) Συνεκδ. Ὁ μὴ θεμελιωθεὶς εἰσέτι πολλαχ.: Σπίτιν ἀσκάρωτο Σύμ. Δύσκολο βέβαια νὰ διηγηθῇ κἀνεὶς τέτο͜ιες ἀγάπες, γιˬατὶ τόπο δὲν πιˬάνουνε σ᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ζωή, ἀόριστες, ... ἀσκάρωτες ἀγάπες... , ποῦ μο͜ιάζει σὰ νὰ ξεμυτίζουνε καὶ νὰ χάνουνται ξαφνικὰ ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 188.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/