γιˬορτάσιμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτάσιμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬορτάσιμος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἑορτάσιμος.

Σημασιολογία

Ἑορταστικός, ἑορτάσιμος: Ξημέρωνε γιˬορτάσιμη χαρᾶς ἡμέρα Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1928, σ. 127. || Ποίημ. Ἄνοιξη· ἡ φύση ντύθηκε βασίλισσας πορφύρα καὶ λάμπει ’ς τὴ γιˬορτάσιμη τῆς πασχαλιˬᾶς στολὴ Γ. Στρατήγ., Τί λὲν τὰ κὐμ., 111 Τὴν ὥρα ποὺ τὰ θολὰ τ’ ἀστέριˬα τά ’δα θλιμμένα ν᾽ ἀποχαιρετοῦν τὴ γῆ ἐσένα σὰν γιˬορτάσιμη λαμπάδα καμαρωτὰ σὲ κράταγε ἡ αὐγὴ Ι. Πολέμ., Παλ. βιολ.4, 67. Συνών. γιˬορταστικός, γιˬορτερός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/