γολετόμπρικο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γολετόμπρικο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γολετόμπρικο τό, Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ. - Α. Σακελλ., Ἐγχειρ. ἀρμενιστ., 564 Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 D. C. Hesseling, Mots marit., 16 Λ. Παλάσκ., Ὀνοματολογ., 55 - Χιακὸν Ἀρχ. Βλαχογιάνν. 5,109 γολετόβρικο Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γολέτα καὶ μπρίκι.

Σημασιολογία

Εἶδος διστήλου ἱστιοφόρου πλοίου, μυοπάρων, διαφέρον τῆς γολέτας ὡς στερούμενον σιπαρίου καὶ προθόου ἔνθ᾽ ἀν.: Σαλπάρησε μὲ τὸ γολετόμπρικο τοῦ καπ᾽τὰν Κώστα Ἀθῆν. Πειρ. Συνών. βρικογολέτα, σκούνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/