γόλιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόλιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γόλιν τό, Πόντ. γόλ᾽ν Πόντ. (Ἀντρεάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. kol = χείρ.
Σημασιολογία
Ἡ χεὶρ ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Πὰς-ίμ᾽ λιθάρ᾽ ἔσυρεν κ᾽ ἐπόνεσεν τὸ γόλ᾽ν ἀτ᾽; (μήπως ἔρριξε πέτρα γιὰ νὰ πονέσῃ τὸ χέρι του; ἐπὶ τοῦ ἀπολέσαντός τι, τὸ ὁποῖον ἀκόπως ἀπέκτησεν) Ἀντρεάντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA