ἀσκάτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκάτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκάτωτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀσκάτουτους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκατωτὸς<σκατώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ διὰ κοπράνων μολυνθείς, ἰδίᾳ ἐπὶ βρέφους πολλαχ.: Φρ. ᾿Απὸ τὴ βρομοδουλε͜ιὰ αὐτὴ ξέφυγε ἀσκάτωτος (διέφυγε τὸ ἐκ καταχρήσεως, ἀπάτης κττ. σκάνδαλον) Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/