γομαρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γομαρᾶς ὁ, Θρᾴκ. γουμαρᾶς Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Καλαμ. Στέρν.) ᾽ομαρᾶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ᾽ομαροῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶς.
Σημασιολογία
1) Ὁ μεταφέρων ἐπὶ τῆς ράχεως ἢ διὰ ζῴου φορτίον ξύλων ἢ κλάδων Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὰ λὲς καὶ πο͜ιός εἶν᾽ ἐκεῖνος ὁ ᾽ομαρᾶς ποὺ ᾽ν᾽ ἀποθεσμένος ἐκεῖ ᾽ς τὸ dράφο; Ἐμεῖς ἔχομε ᾽ομαρᾶ καὶ μᾶσε φέρνει κάθα Παρασκευὴ βράδυ τὸ ᾽ομάρι ποὺ ζυμώνομεν τὸ Σαββατο. Εἶdα ᾽ομαρᾶς ἦτον κι εὐτός! Ὅλο ᾽ομάριˬα κουβαλεῖ. Συνών. γομαριτζῆς. β) Ὁ μεταφέρων τι ἐπὶ ζῴου πρὸς πώλησιν. Θρᾴκ. (Καλαμ. Στέρν.) Συνών. ἀγωγιˬάτης. 3) Ὁ βοσκὸς ὄνων Ἤπ. (Ζαγόρ.) 4) Μετων., μωρός, ἠλίθιος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γομαρᾶς Κρήτ. Γουμαρᾶς Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA