γιˬορταστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορταστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬορταστικὸς ἐπίθ. ἑορταστικὸς λόγ. σύνηθ. γιˬορταστικὸς σύνηθ. γιˬορτιαστικὸς Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἑορταστικός.

Σημασιολογία

Πανηγυρικός, ἐορτινός. Συνών βλ. εἰς λ. γιˬορτάσιμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/