ἀσκέπαστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκέπαστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀσκέπαστα ἐπίρρ. ΓΨυχάρ. Ἁγνὴ2 150.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσκέπαστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Παρὰ Βλάχ. τύπ. ἀνασκέπαστα. Ἀκαλύπτως, φανερά, εἰλικρινῶς: Τῆς μιλοῦσε σὰ φίλος ποῦ ἄδολα κιˬ ἀσκέπαστα μιλᾷ μ’ ἕνα φίλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/