γιˬορτὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬορτὴ ἡ, ἑορτὴ λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Κάρπ. Κάσ. Δ. Κρήτ. Πόντ. Σύμ. γιˬορτὴ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πόντ.- Ι. Βενιζέλ.2, Παροιμ., 178,30 καὶ 328, 629. γιˬουρτὴ βόρ. ἰδιώμ. γιρτὴ Μακεδ. (Βελβ.) γιˬορτὰ Τσακων. (Βάτικ. κ.ἀ.) γιˬορτὴ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Σίλ. κ.ἀ.) ’ιˬορτὴ Ἰθάκ. Μεγίστ. ᾿ιˬουρτὴ Μακεδ. (Γαλατ. Δρυμ.) Στερελλ. (Γαλαξ.) κ.ἀ. ’ορτὴ Καππ. (Φάρασ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. βιˬορτὴ Βύρων 2, 696. Πληθ. γιˬορτὲς κοιν. ἑορτάδες Δ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Πάτρ.) γιˬορτὲ Ἀπουλ. γιˬορτάδες πολλαχ. γιˬουρτάδες βόρ. ἰδιώμ. γιˬουρταδις βόρ. ἰδιώμ. γιˬορτάδες Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων γιορτάες Κύπρ. γιˬορτάις Καππ. (Μισθ.) γιˬορτάρες Καππ. (Ἀραβάν.) Γεν. γιˬορτάδωνε Κεφαλλ. Οὐδ. γιˬόρτιˬα τά, Πελοπν. (Τριφυλ)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἑορτή. Ὁ τύπ. γιρτὴ ἐκ τοῦ γιˬουρτή, ἴσως δι᾽ ἐνδιαμέσου τύπ. γερτή. Πβ. Α. Μπούτουρ., Φωνητ. Ὀρθογρ. Ν. Ἑλλην., 14-32.
Σημασιολογία
1) Πᾶσα ἑορτή, ἑορτάσιμος ἡμέρα κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. Τσακων.: Σήμερα-αὔριο εἶναι γιˬορτή. Τὸν ἄλλο μῆνα ἔχομε πολλὲς γιˬορτές. Γιˬορτάζομε τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου σήμερα κοιν. Γιˬορτή, ποτὲ δὲ δουλεύομε Ἤπ. (Χιμάρ.) Ταχιˬὰ εῖνι μιγά’ γιˬουρτὴ βόρ. ἰδιώμ. Δὲ gοιτᾶνι γιˬουρτάδις αὐτεῖ’ σήμιρα Θεσσ. (Μεσοχώρ.) Φυλᾶνε τὶς γιˬορτάδες γιˬὰ τὸ γιˬορτόπιˬασμα ποὺ βγάνει σημαδιˬακὰ παιδιˬὰ (γιˬορτόπιασμα=σύλληψις ἐμβρύου κατὰ τὴν παραμονὴν Κυριακῆς ἢ ἄλλης ἑορτῆς) Πελοπν. (Ἦλ.) Τί γιˬορτή ’ναι ταχύ; (τί ἑορτὴ εἶναι αὔριο;) Ἀραβάν. Τί γιˬορτὰ ἔνι σάμερε; Τσακων. Θὰ ’ρθοῦν τὶς γιˬορτάδες Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Μιˬὰ σημαία σὰν ἐκείνη τοῦ γιˬορτάδωνε Κεφαλλ. Εἶνι ἀράδα τώρα οἱ γιˬουρτὲς κὶ θὰ κάτσουμι Στερελλ. (Ἀχυρ.) Σὰ παρμένιˬα δὲ dοὺ γήφτικαμ’ τοὺ καντήλ’, σὰ γιˬορτάις καὶ Τερετὴ μέρα γήφτουμ’ τα (τὶς καθημερινὲς δὲν τὸ ἀνάβαμε τὸ καντήλι, τὶς γιορτὲς καὶ τὴν Κυριακὴ τὸ ἀνάβαμε) Καππ. (Μισθ.) || Φρ. Βαρε͜ιὰ γιˬορτὴ (σπουδαία, ἐπίσημος, μεγάλη) κοιν. Εἶναι βαρε͜ιὰ γιˬορτὴ αὔριο, βάρητσε ἡ μεγάλη καμπάνα Εὔβ. (Βρύσ.) Ἀκριβὴ γιˬορτὴ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ρόδ. Ἀλαφρε͜ιὰ γιˬορτὴ (ἀσὴμαντος, μικροτέρας σπουδαιότητος ἅγιος) κοιν. ’Λαφρὸ γιˬορτὴ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Καππ. (Μισθ.) Ἀλαφρὰ γιˬουρτὴ (ἐλαφρόνους) Μακεδ. (Βελβ. Κοζ.) Τ’ θ’κή σ’ ’ν ἀμ’ὰ θὰ πάρ’ αὐτός; ἀλαφρὰ γιουρτή! (εἶσαι πολύ ἀνόητος, ἐὰν νομίζης ὅτι θὰ νυμφευθῆ τὴν ἀνεψιάν σου. κεφάλι, μυˬαλὸ ποὺ τό χεις!) Μακεδ. (Κοζ.) Κατόπιν ἑορτῆς (μεθ’ ἑορτὴν, μὲ καθυστέρησιν. ἐπὶ τῶν ἐνεργούντων μετὰ τὸν προσήκοντα χρόνον) λόγ. κοιν. Ἀπὸ γιˬορτῆς (συνών. μὲ τὴν προηγ.) Θὴρ. Ἀπὸ γιˬορτῆς βγάλε τὰ ροῦχα σου αὐτόθ. Πιˬάνω γιορτὴ (τηρῶ, δὲν ἐργάζομαι κατὰ τὴν ἑορτάσιμον ἡμέραν) Καππ. (Μισθ.) Ἄσκημη γιˬορτὴ τοῦ χρόνου (ἐπὶ δυσμόρφου γυναικὸς) ἐνιαχ. || Παροιμ. Ἄσκημ’ ἑορτὴ σὰ βρέχῃ (ἀπειλὴ διὰ ξυλοδαρμὸν εἰς τούς παρεκτρεπομένους) Κάρπ. Σάββατο, κοdὴ γιˬορτὴ (ἐπὶ ἐπικειμένων γεγονότων) Σῦρ. κ.ἀ. Κυριˬακὴ κοντὴ γιˬορτὴ Πελοπν. (Παιδεμέν.) κ.ἀ. Σάββατο, κουdὰ γιˬουρτή, | ’δῶ κουdὰ κ’ ἡ Κυριˬακὴ Σάμ. Τετράδη καὶ Παρασκευὴ | τῆς προβατίνας ἡ γιˬορτὴ Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Γνέσι, ρουκίτσα μ’, γνέσι, Πασχαλιˬὰ γιˬουρτὴ δὲν ἔχεις (ἐπὶ ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι δὲν εὐνοοῦνται ὑπὸ τῆς τύχης ἀλλὰ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ στηρίζονται εἰς τὰς ἰδίας των δυνάμεις) Θεσσ. (Κρυόβρ. κ.ἀ.) Τῶν ἀχρείω ἡ γιˬορτή, | ὀλίγο καιρὸ κρατεῖ (αἱ ἀνὴθικοι πράξεις τῶν ἀνθρώπων ἀποκαλύπτονται συντόμως) Ι. Βενιζέλ. Παροιμ 2. 328, 629. Ἡ Ὑπαπαντὴ μαζεύει τὶς γιˬουρτὲς μπρουστὰ μὶ τ’ ἀντὶ (αἱ πολλαὶ ἑορταὶ λὴγουν μὲ τὴν ἔλευσιν τῆς ἑορτῆς τὴς Ὑπαπαντὴς) Θεσσ. (Δομοκ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Ὁ ἀργὸς κάθε μέρα τό ’χει γιˬορτὴ (ἐπὶ ἀργοσχόλων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ. 2, 178, 30. Γιˬὰ τὸν ἀκαμάτη καὶ τὸ φαγᾶ κάθε γιˬορτὴ ἀργία καὶ κατάλυσις (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ν. Πολίτ., Παροιμ. Γ, 672. Γιˬ᾿ αὐτὸν ὅλες οἱ μέρες εἶναι γιˬορτάδες (ἐπὶ ὀκνηρῶν) σύνηθ. Κάθι Διφτέρα τ’ν ἔ’ γιˬουρτή. βαστάει ’ποὺ τ’ Κυριˬακή, λέπ’ς βόρ. ἰδιώμ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 15,26 «ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτὰ» || ᾊσμ. Δουλεύουμι οὕ’ μέρα, γιˬουρτὴ-καθημιρ’νὴ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Χριστούγιννα, πρωτούγιννα, πρώτη γιουρτὴ τοῦ χρόνου Μακεδ. (Δαμασκην.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Χέρια ἔχει σὰ λαbάδες, | ποὺ τσ’ ἀνάβουν τσὶ γιορτάδες (ἡ νύμφη. ἀπὸ γαμήλιον ᾆσμ.) Κρὴτ. (Μαλάκ.) Θάν’ ἔρθ’ ἡμέρα τ’ Ἅι-Γιˬωργιˬοῦ, πρώτη γιˬορτὴ τοῦ χρόνου Προπ. (Μηχαν.) (Μεσοχώρ.) Μιˬὰ Κυριˬακὴ κὶ μιˬὰ γιˬουρτὴ, μιˬὰ ’πίσημην ἡμέρα ἔκατσα κὶ τραγούδησα κ’ ἔσυρα τὴ λαλιˬά μου Θρᾴκ. (Κομοτ.) Ταὶ πάαιν-νε ’ς τὴν μάνναν σου τσαὶ κάμε τρεῖς γιορτάες ταὶ πάαιν-νε τσαὶ κάλεσε ’π’ ἀνατολὴν ὡς δύσιν Κύπρ. Μόνο τὸ μοσχολίβανο ποὺ τό ’χουν οἱ παππᾶδες τὸ βάζουνε στὸ θυμιˬατὸ τὶς ’πίσημες γιˬορτάδες Πελοπν. (Ξηροκ.) Νὰ λούνεσαι Σαββάτο, ν’ ἀλάσσῃς Κυριˬακὴ καὶ νὰ μεταλαβαίνῃς τὴ gάθε ἑορτὴ Κρὴτ. (Σητ.) Ν’ ἀγαπᾷς τσὶ εορταδες,| νὰ νηστεύῃς τσὶ Τετράδες (ἐκ γαμηλίου τραγουδιοῦ διὰ τοῦ ὁποίου δίδονται συμβουλαὶ εἰς τὴν νύμφην) Κρὴτ. β) Ἡ ὀνομαστικὴ ἑορτὴ προσώπου κοιν.: Σήμερα-αὔριο ἔχω τὴ γιˬορτή μου κοιν. Ἔχου τ’ γιˬουρτή μ’ σήμιρα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔ’ γιουρτὴ σήμιρα (ἑορτάζει) Στερελλ. ('Ὑπάτ.) Δὲν εἴχαμαν μιγάλου καλαμπαλί’ σήμιρα στ’ γιˬουρτὴ τ’ Κώστα (καλαμπαλί’=γλεντοκόπι) Ἤπ. (Κουκούλ.) Τ’ς Παναιˬᾶς ἔ’ τ’ γιˬουρτή τ’ς ἡ ’ναῖκα μ’ βόρ. ἰδιώμ. ’Σ τ’ γιˬουρτή σ’ θὰ ’ρθοῦμι νὰ σὶ χιριτήσουμι αὐτόθ. Κάητσε χτὲς τὸ βράδυ τὸ πελεκούδι στὴ γιˬορτὴ τοῦ ἀδερφοῦ μου Πελοπν. (Ξεχώρ.) Νὰ χαίρεσαι τὴ γιορτή σου (εὐχὴ) κοιν. Χρόνιˬα πουλλὰ γιˬὰ τ’ γιˬουρτή σ’, Μ’χά’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔτυχι νὰ ἱουρτάζ’ κὶ ’ς τ’ν ’ιˬουρτή τ’ οὕλα τ’ ἁμάξιˬα ἀπόξου ἀπ’ ’ν πόρτα τ’ Στερελλ. (Γαλαξ.) || Παροιμ. Κάθε μέρα δὲν εἶναι γιˬορτὴ (αἱ εὐκαιρίαι δὲν παρουσιάζονται πάντοτε, πρέπει νὰ ἐπωφελῆσαι ἐγκαίρως) Λεξ. Περίδ. Συνών. φρ. Κάθε μέρα δὲν εἶναι τ’ ἅι-Γιˬαννιοῦ-τ’ ἅι-Γιˬωργιˬοῦ. γ) Ἑορταστικὴ ἐκδήλωσις, διασκέδασις Ζάκ.:Ἐγίνηκε ὁ γάμος. γιορτή, πανηγύρι. δ) Οἰκογενειακὴ ἑορτὴ τελουμένη κατὰ τὴν ἐπέτειον τοῦ προστάτου τῆς οἰκογενείας ἁγίου, κατὰ τὴν ὁποίαν τελεῖται συμπόσιον μὲ συμμετοχὴν τῶν προκρίτων τοῦ χωρίου Ρόδ. ε) Πληθ., αἱ ἐπίσημοι ἑορταί, ἰδίᾳ δὲ αἱ τῶν Χριστουγέννων κοιν. καὶ Ἀπουλ.: Ἔρχονται γιˬορτὲς καὶ δὲν ἔχω συγυρίσει τὸ σπίτι κοιν. Ἔρχοdαι γιˬορτάδες καὶ πρέπει νὰ τελειώσουμε τὸ γνέσιμο τοῦ μαλλιˬοῦ Ζάκ. Μιθαύριου ’ς τ’ς γιˬουρτάδις λέου νὰ ’σ’χάσου λίγου βόρ. ἰδιώμ. Ἡ μάννα μ’ ἔφκε͜ιασι μιˬὰ ἀτλαζένιˬα πουδιˬὰ κὶ τ’ φουρεῖ τ’ς μιγάλις τ’ γιˬουρτάδις Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Καλὲς γιˬορτὲς! (εὐχὴ ἐπὶ τῇ ἐλεύσει τῶν Χριστουγέννων ἤ τοῦ Πάσχα) κοιν. || ᾊσμ. Θέλεις κι ἀπὸ τὰ ροῦχα μου τὰ καθημερινά μου, ὅπου τὰ βάλλει βασιλιˬὰς τὶς τρεῖς βιˬορτὲς τὸ χρόνο Βύρων 2, 696. Ὅπου μοῦ καταράστηκε τὶς τρεῖς γιˬορτὲς τὸ χρόνο, τῆς Παναγιˬᾶς τὸν Αὔγουστο, ’ς τήγ Γέν-ναν dοῦ Σωτῆρος καὶ τήλ-Λαμbρὴν dὴγ Κεργακὴν-νὰ π-έσω, νὰ πεθάνω Νίσυρ. στ) Ἡ τελευταία ἡμέρα πρὸ πάσης νηστείας, κατὰ τὴν ὁποίαν παρασκευάζονται ἐκλεκτὰ ἠρτυμένα φαγητὰ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Αὔριο γιˬορτὴ ἔν’ Τραπ. 2) Εὐάρεστος συναισθηματικὴ κατάστασις, εὐφροσύνη Ἀπουλ. (Καλημ.): Ἡ γ-γιˬορτή, ποὺ μὄκαμε ἄρτε, ποὺ ἔτ-τασα ’ς τὴ Gρέιˬα (τὰ εὐάρεστα συναισθὴματα ποὺ αἰσθάνθηκα, μόλις ἔφθασα στὴν Ἑλλάδα). 3) Φαγητὸν ἐκ κρέατος καὶ χονδραλεσμένου σίτου ἤ ἐξ ἐρεβίνθων καὶ ἐλαίου παρασκευαζόμενον κατὰ τὴν ἡμέραν ἑορτῆς ἁγίου ἢ κατὰ τὸ γαμὴλιον συμπόσιον Σάμ. (Κουμαδαρ. Μαυραντζ. κ.ἀ.) 4) Ἄνθη τῆς ἐκκλησίας χρησιμοποιηθέντα κατα τὴς ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἁγίου, τὰ ὁποῖα λαμβάνουν οἱ πιστοὶ μετὰ τὴν λειτουργίαν ἐκ δίσκου ρίπτοντες εἰς ἕτερον χρηματικόν τι ποσὸν κατὰ προαίρεσιν Σάμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬουρτὴ Πελοπν. (Ξηροκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA