ἄσκεφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκεφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσκεφτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσκιφτους βόρ. ἰδιώμ. ἄσσεφτος Κάλυμν. ἄσκεβος Ἀθῆν. κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄσκεπτος.
Σημασιολογία
Ὁ χωρὶς σκέψιν ἐνεργῶν ἢ γινόμενος, ἀστόχαστος, ἀπερίσκεπτος ἔνθ’ ἀν.: Ἄσκεφτος ποῦ ’σαι! Ἄσκεφτες κουβέντες. Ἄσκεφτο κορίτσι-παιδὶ κττ. σύνηθ. ‖ Γνωμ. Ἄσκεφτος ὁ νοῦς, διπλὸς ὁ κόπος πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA