γιˬορτιάτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτιάτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬορτιάτικος ἐπίθ. ἑορτιˬάτικος Δ. Κρήτ. γιˬορτιˬάτικος σύνηθ. γιˬορτάτ’κος Πόντ. (Τραπ.) γιˬουρτιˬάτ’κους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιˬορτιˬατικὸς Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -άτικος.

Σημασιολογία

Ἰδίᾳ ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὁ εἰς ἑορτἡν ἁρμόζων, ἀνήκων, ἑορταστικὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Γιˬορτιˬάτικα ροῦχα. Γιˬορτιˬάτικη μέρα. Σήμερα φοροῦν ὅλοι τὰ γιˬορτιˬάτικά τους ροῦχα σύνηθ. Γιˬορτάτ’κον λῶμαν (ἔνδυμα) Τραπ. Πρὶν ὀγδόντα χρόνια τὰ σεγκούνιˬα τὰ κεντοῦσαν τὰ γιˬορτιˬάτικα μὲ χρυσὲς κλωστές, καὶ τὰ ἄλλα μὲ κόκκινες Ἤπ. (Ἑλληνικ.) Καθημερ’νιˬάτ’κα, γιˬουρτιˬάτ’κα ροῦχα Θεσσ. (Τρίκερ.) Γιˬουρτιˬάτ’κου τραπέζ’ Μακεδ. (Βόιον). Γιˬουρτιˬάτ’κους νουdᾶς (αἴθουσα ὑποδοχῆς κατὰ τὰς ἑορτὰς) Μακεδ. (Κοζ.) || Παροιμ. Γιˬορτιˬάτικη δουλε͜ιὰ ποτὲ δὲν προφτελεύει (ὅτι ὁ ἐργαζόμενος εἰς ἑορτάσιμον ἡμέραν ἁμαρτάνει.) Ν. Πολίτ. Παροιμ.. 4, 524 || Ποίημ. Κ ’ εἶν’ ὅλοι ’ς τὲς γιˬορτιˬάτικες ντυμένοι φορεσιὲς Κ Κρυστάλλ. Ἔργα, 1, 148. Τὸ ἐπίθ. καὶ ὡς οὐσ. κατὰ πληθ. γιˬορτιˬάτικα, τὰ=ἡ ἑορτάσιμος περιβολὴ σύνηθ.: Ἔβανα σήμιρα τὰ γιˬουρτιˬάτ’κα μ’ γιˬὰ νὰ πάου ’ς ’ν ἀκκληὰ (=εἰς τἡν ἐκκλησίαν) Ἁλόνν. || Ποίημ. Μὰ ἐκε͜ιὸς ποὺ ἐφόρε͜ιε τὰ γιˬορτιˬάτικά του, λίγο ἔλειψε νὰν τὄρτῃ ἀποπληξία κ’ ἐφώναξε πὼς εἶναι προδοσία Α. Λασκαρᾶτ., Στιχουργ. 2, 43.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/