βαλίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαλίτσα ἡ, κοιν. βαλίτζα πολλαχ. βαΐτσα Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. valigia.

Σημασιολογία

Μάρσιπος, δερμάτινος ἢ πάννινος, σάκκος ὁδοιπορικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/