γομαρόγαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαρόγαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γομαρόγαλο τό, ἐνιαχ. γουμαρόγαλο Ἤπ. (Ἀρτοπ. Αὐλότοπ. Δωδών. Κούρεντ. Μαργαρ. κ.ἀ.) γουμαρόγαλου Ἥπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) γ᾽μαρόγαλο Στερελλ. (Δεσφ.) γ᾽μαρόγαλου Θεσσ. (Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Μύτικ. Σπάρτ. Φθιῶτ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ γάλα.

Σημασιολογία

Τὸ γάλα τῆς ὄνου ἔνθ ἀν.: Τοὺ γ᾽μαρόγαλου εἶι φάρμακου γιˬὰ τοὺν καρκαλιˬὰ (= κοκκῦτιν) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ἅμα δὲν κατιβά᾽ ἡ μάννα τ᾽ γάλα, νὰ δώσιτι τ᾽ πιδιˬοῦ γ᾽μαρόγαλου, εἶι τοὺ καλύτιρου Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἄ, π᾽ νὰ πιῇς γ᾽μαρόγαλο! (ἀρά· νὰ προσβλήθῇς ὑπὸ φυματιώσεως καὶ νὰ πίῃς γάλα ὄνου πρὸς θεραπείαν σου) Στερελλ. (Δεσφ.) Συνών. γαιˬδουρόγαλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/