ἀσκημεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκημεύω Πελοπν. (Μάν.) ἀσ-σημεύγου Εὔβ. (᾿Ανδρων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος.

Σημασιολογία

Γίνομαι ἄσχημος ἔνθ’ ἀν.: Πόσο ἀσ-σήμεψε ὁ φτωχός! Ἀνδρων. Ὅσο πάει κιˬ ἀσκημεύει Μάν. Καὶ μετβ. καθιστῶ ἄσχημον ἔνθ᾽ ἀν.: Τοῦν’ τὸ βουστάνι σὲ ἀσ-σημεύγει (τοῦν’= τοῦτο) Ἀνδρων. Τὴν ἀσκήμεψε ἡ gαστριˬά της Μάν. Πβ. ἀσκημένω, ἀσκημιˬάζω, ἀσκημίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/