ἀσκημιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκημιˬάζω ἀμάρτ. ἀκεμιˬάζω Καππ. (Ἀραβαν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄσκημος.
Σημασιολογία
Ἀσκημίζω 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA