ἀσκημο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημο-

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀσκημο- (ΙΙ) κοιν.

Ετυμολογία

Θέμα τοῦ ἐπιρρ. ἄσκημα.

Σημασιολογία

Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. 1) Μετὰ ρημάτων πρὸς δήλωσιν ὅτι τὸ ὑπὸ τοῦ ρήματος σημαινόμενον γίνεται κατὰ τρόπον ἀκαλαίσθητον ἢ κακὸν ἢ τὸν οὐχὶ προσήκοντα, οἷον: ἀσκημαγκλε͜ιῶ, ἀσκημαναθρέφω, ἀσκημαρρωστῶ, ἀσκημοβαστῶ, ἀσκημοβλέπω, ἀσκημοδουλεύω, ἀσκημοκηδεύω, ἀσκημομιλῶ, ἀσκημοπλέκω κττ. 2) Μετ’ ἐπιθέτων πρὸς δήλωσιν ὁμοίας πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἐννοίας, οἷον: ἀσκημόβαλτος, ἀσκημόβγαλτος, ἀσκημοκαμωμένος, ἀσκημοπελεκημένος, ἀσκημοπελέκητος, ἀσκημοσκοτωμένος, ἀσκημοφάγωτος, ἀσκημόφαντος κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/