βαλσάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλσάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαλσάκι τό, κοιν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βάλς.
Σημασιολογία
Χορὸς βὰλς μικρᾶς διαρκείας κοιν.: ᾎσμ. Σὰν μπαίνω ’ς τὴν ταβέρνα μὲ πιˬάνει τὀ μεράκι, σὰν ἀρχινᾷ ἡ λατέρνα νὰ παίζῃ τὸ βαλσάκι Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA