βαλσαμάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλσαμάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαλσαμάρω, bαλσαμάρω Κρήτ. bαλτσαμάρω Παξ. bαρτσαμάρω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάλσαμο.
Σημασιολογία
Βαλσαμώνω, ταριχεύω ἔνθ' ἀν.: Τόνε bαρτσαμάρανε τὸ bεθαμένο γιˬὰ νὰ μὴ μυρίσῃ Κεφαλλ. || ᾎσμ. Εἰς τὸ γιˬαλὸ τὸνε πετοῦν νὰ τὸνε φάῃ τὸ ψάρι καὶ ἡ Ρουσία τὸν ἁρπᾷ καὶ τόνε bαλσαμάρει (ἐνν. τὸν πατριάρχην Γρηγόριον Ε’) Κρήτ. Συνών. *βαλσαμῶ, βαλσαμώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA