γιˬορτολειτουργιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτολειτουργιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬορτολειτουργιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γιˬορτολειτουργιˬὰ Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬορτὴ καὶ λειτουργία, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. λειτουργιˬά.
Σημασιολογία
Τὸ κατὰ τὰς ἐπισήμους ἑορτὰς κατασκευαζόμενον πρόσφορον, μεγαλύτερον τοῦ συνήθους, κατὰ τὰς Κυριακὰς ἢ τὰ μνημόσυνα προσφερόμενον: ᾎσμ. Ὁ μπάρμπα μου ὁ ’γούμενος | ’μένα μὲ καλοφάνηκε, νὰ γίνου ’γουμενόνυφη, | νὰ τρώου ιˬορτολειτουργιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA