βαλσάμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλσάμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαλσάμι τό, ἀμάρτ. βαρσάμι Κάρπ. Κρήτ. Μεγίστ. Νίσυρ. Προπ. (Μηχαν.) Ρόδ. Σύμ. βαρσάμ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) βαρτζάμ’ Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάλσαμο.
Σημασιολογία
1) Βάλσαμος, ὃ ἰδ., Κάρπ. Μεγίστ. Νίσυρ. Προπ. (Μηχαν.) Σύμ.: ᾎσμ. Ἐπότιζα ’ασιλικὰ κ’ ἐμόσκευα βαρσάμιˬα Κάρπ. Τὸν λούζεις, τὸν χτενίζεις τον καὶ 'ς τὸ σκολε͜ιὸ τὸν στέλνεις κ' ἐκεῖ τὸν δέρν' ὁ δάσκαλος μὲ δυˬὸ κλωνιˬὰ βαρσάμι (ἐνν. τὸν υἱόν σου) Μηχαν. Βαρσάμιˬα βάζω μάνταλα, βασιλικοὺς περάτες, καὶ βάζω κιˬ ἀντιμάνταλα τοῦ δυόσμου τὸ κλωνάρι Νίσυρ. 2) Φάρμακον ἰαματικὸν τῶν τραυμάτων Νίσυρ.: ᾎσμ. Εἰς τοῦ θανάτου τὲς πληγὲς βαρσάμιˬα δὲ χωροῦσι, μήτε γιˬατροὶ γιˬατρεύουσι μήτ' ἅγιˬοι βοηθοῦσι. 3) Εἶδος σταφυλῆς μὲ ρῶγας μικρὰς καὶ μαύρας, ἀλλὰ πολὺ γλυκὰς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Συνών. βαλσαμὶ 11.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA