βαλσαμῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλσαμῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαλσαμῶ, bαλζαμῶ Μύκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βάλσαμο.

Σημασιολογία

Βαλσαμώνω: Πιάνουν τὸ παιδὶ τσαὶ τὸ bαλζαμοῦνε (ἐκ παραμυθ.) Συνών. βαλσαμάρω, βαλσαμώνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/