γομαρόνυχο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρόνυχο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γομαρόνυχο τό, ἐνιαχ. γ᾽μαρό᾽χου Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ νύχι.
Σημασιολογία
Τὸ νύχι, ἡ ὁπλὴ τοῦ ὄνου καὶ μεταφ. ἄνθρωπος μὲ ἀνάρμοστον συμπεριφορὰν ἔνθ᾽ ἀν.: Γ᾽μαρό᾽χου μ᾽ φαίνιστ᾽. Στερελλ. (Ἀράχ.) Συνών. γαιδουρόνυχο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA