γομαροπάζαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαροπάζαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γομαροπάζαρο τό, Ἤπ. γουμαρουπάζαρου Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ παζάρι.

Σημασιολογία

Παζάρι, ἤτοι ἀγορὰ ὅπου ἀγοράζονται καὶ πωλοῦνται ὄνοι ἔνθ᾽ ἀν.: Τ᾽ ἅι Δημητριˬοῦ ᾽ς τοὺν Ἔπαχτου ἔ᾽ γουμαρουπάζαρου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θὰ κατιβοῦμι ᾽ς τοὺν Κιφαλόβρυσου τοὺν Οὐχτώβρ᾽, πὄ᾽ γουμαρουπάζαρου, νὰ πάρουμ᾽ ἀπό ᾽να γουμάρ᾽ γιˬὰ τσὶ δ᾽λε͜ιὲς τ᾽ σπιτιˬοῦ μας αὐτόθ. || Φρ. Βγῆκαν ᾽ς τὸ γομαροπάζαρο (= ἐδυσφημίσθησαν) Ἤπ. Θὰ τ᾽ βγάλ᾽ι ᾽ς τοὺ γουμαρουπάζαρου (= θὰ τὴν ἐκθέσουν) Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/