βαλσαμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλσαμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαλσαμώνω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) μπαλσαμώνω πολλαχ. bαλσαμώνω πολλαχ. ἀbαλσαμώνω Θάσ. μπαλσαμώνου Ἤπ. Μακεδ. μπαλτσαμώνου Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) βαρσαμώνω κοιν. βαρσαμών-νω Ρόδ. bαρτσαμώνω Κεφαλλ. παρσαμώνω Μεγίστ. βρατσαμώνω Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάλσαμο. Οἱ τύποι μπαλσαμώνω, bαλσαμώνω, παρσαμώνω διὰ τοὺς ἀντιστοίχους τύπους μπάλσαμο, bάλσαμο, πάρσαμος, περὶ ὦν ἰδ. βάλσαμο.
Σημασιολογία
1) Ταριχεύω δι᾿ ἀντισηπτικῶν οὐσιῶν κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Βαλσάμωσαν τὸν νεκρὸ κοιν. Τσακώνει πουλλιὰ καὶ τὰ bαρτσαμώνει Κεφαλλ. Οὑ δεῖνα εἶνι σάν μπαλσαμουμένους (καχεκτικός, ἰσχνός, ὠχρὸς) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Αὐτὸς εἶνι σὰν μπαλσαμουμένους (φορεῖ τόσα ἐνδύματα, ὥστε ὁμοιάζει πρὸς ταριχευμένον) Μακεδ. || Ποιήμ. Ὄρνεˬα γίνανε μπαλσαμωμένα, | λείψανα λυπητερὰ ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 69. Καὶ ἤτανε ὡς μπαλσαμωμένοι καὶ ἄλε͜ιωτοι νεκροὶ αὐτόθ. 29. 2) Ἐπουλώνω πολλαχ.: Ποιήμ. Μὰ ἐγὼ ποῦ ξαγρυπνῶ πάντοτε μόνος καὶ βαλσαμώνω ἀγιˬάτρευτη πληγή... μ᾿ ἀχόρταγη λαχτάρα σὲ προσμένω» ΙΠολέμ. Παλ. βιολ.4 68. Ὠιμέ, ὅταν ἡ μνήμη μου γυρνᾷ ’ς τὰ περασμένα, βαλσάμωνέ μου τὴν πληγὴ ἐσύ, γλυκειὰ Παρθένα ΙΠολέμ. Ἀλάβαστρ.2 162.: 3) πληρῶ. εὐωδίας Πελοπν. ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 109: ᾎσμ. Παρεθύριˬα μου βαρσαμωμένα, γιˬὰ προσκύψετε νὰ ἰδῆτε νύφη, νύφη καὶ γαμπρὸ χρυσὸ ζευγάρι (παρεθύρια βαρσαμωμένα=τὰ ἔχοντα γλάστρες μὲ ἀρωματώδη φυτὰ) Πελοπν.-Ποίημ. Ἐκεῖ δ᾿ άκούτε ἀνάσασι νὰ φέρῃ ᾿ς τοῦ πόνου ποῦ σᾶς καίει τ᾽ ἁψὺ φαρμάκι ἕνα γλυκὸ βαλσαμωμένο ἀέρι ΓΜαρκορ ἔνθ᾽ ἀν. 4) Καταπραΰνω ΑΠροβελ. Ποιήμ. 1,342: Ποίημ. Ἐπέρασαν μεσάνυχτα, οἱ ξένοι ἀποκοιμοῦνται, τὰ τρομαγμένα στήθη των ὁ ὕπνος βαλσαμώνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA