γομαρόπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαρόπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γομαρόπουλο τό, ἐνιαχ. γουμαρόπ᾽λου Ἤπ. (Ἀρτοπ. Κουκούλ.) γ᾽μαρόπ᾽λο Ε. Σπανδωνίδ., Τραγούδ. Ἀγόριαν., 264 γ᾽μαρόπ᾽λου Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. Ναύπακτ.) γομαρόπον Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γομάρι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο, περί τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,636 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὁ μικρᾶς ἡλικίας ὄνος ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/