βαλτερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλτερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαλτερὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ. Μάν. κ.ἀ.) –ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 41.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάλτος καὶ τῆς καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
Ἑλώδης: Βαλτερὸς τόπος ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Βαλτερὸ μέρος Κορινθ. Βαλτερὸ χωράφι Μάν. Συνών. βαλτήσιˬος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA