γιˬορτοφοριˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτοφοριˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬορτοφοριˬάτικος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. 328 γιˬουρτουφουριˬάτ’κους Στερελλ. (Αἰτωλ. Περιστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτοφόρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άτικος.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἐνδυμάτων, τὸ φορούμενον κατὰ τὰς ἑορτάς, ὡς γιˬορτοφόρι ἔνθ’ ἀν.: Φουρεῖ τὰ γιˬουρτουφουριˬάτ’κα ροῦχα τ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔχου ἕνα π’κάμ’σου ἀποὺ χασὲ γιˬὰ γιˬουρτουφουριˬάτ’κου αὐτόθ. Μὴ μ’ τοὺ λιρώῃς τοὺ ’πανουφόρι μ’, γιˬατὶ τό ’χου γιˬὰ γιˬουρτουφουριˬάτ’κου Στερελλ (Περίστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA