γομαροφορτώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαροφορτώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γομαροφορτώνω ἐνιαχ. γ᾽μαρουφουρτώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Δομοκ. Κουνουπῖν. Μύτικ. Σπάρτ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τοῦ ρ. φορτώνω.

Σημασιολογία

1) Φορτώνω εἰς ὑποζύγιον φορτίον κατάλληλον δι᾽ ὄνον Στερελλ. (Δομοκ. κ.ἀ.) Τί τοὺ γ᾽μαρουφόρτουσις ἔτσ᾽ τ᾽ ἄλουγου; Δομοκ. 2) Μεταφ., ὑβρίζω χυδαίως Στερελλ. (Αἰτωλ. Κουνουπῖν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) Μὶ γ᾽μαρουφόρτουσι σήμιρα ᾽ς τὰ καλὰ Αἰτωλ. Συνών γαιˬδουροφορτώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/