ἀσκημολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκημολογῶ πολλαχ. ἀσκημουλουγῶ Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκημολόγος. Τὑπ. ἀσχημολογῶ καὶ ἐν κώδ. τοῦ ἔτους 1603. Πβ. Byzant. Zeitschr. 3 (1894) 284.
Σημασιολογία
Λέγω λόγους αἰσχρούς. Συνών. αἰσχρολογῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA