ἀσκημομούρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημομούρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκημομούρης ἐπίθ. σύνηθ. ἀκημομούρης Ρόδ. ἀσκημουμούρ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἀ-ημομούρης Κύπρ. Θηλ. ἀσκημουμούρου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. μούρη.
Σημασιολογία
Ὁ δυσειδὴς τὴν ὄψιν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄντρας ἀσκημομούρης. Γυναῖκα ἀσκημομούρα. Παιδὶ ἀσκημομούρικο σύνηθ. Ἀσκημουμούρου κουπέλλα Ζαγορ || ᾎσμ. Μιˬὰ γρϊὰ ἀσκημομούρα | σ-σιμπλομ-μάτα καὶ καμπούρα Κάσ. Συνών. ἀσκημόθωρος, *ἀσκημοκάτζης, ἀσκημομούτρης, ἀσκημομούτσουνος, ἀσκημοπρόσωπος, ἄχαρος, κακομούτσουνος, ἔτι ἐν λ. ἄσκημος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA