βαλτόνερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλτόνερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαλτόνερο τό, πολλαχ. βαλτονέρι ΣΣκίπη Κολχ. 69 -Λεξ. Βλαστ. 374 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βάλτος καὶ νερό.
Σημασιολογία
Ὕδωρ λιμνάζον, ὕδωρ τέλματος, ἕλους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA