γιˬότσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬότσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬότσα ἡ, (Ι) Ζάκ. Κίμωλ Κρήτ. (Ζερβιαν. Ἡράκλ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Πάρ Πελοπν. (Μάν. Μανιάκ.) Σίφν. γιˬότζα Κρήτ. γιˬότισα Κεφαλλ. λιˬότσα Κίμωλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἰταλ. goccia=ἀποπληξία.
Σημασιολογία
Αἰφνίδιον κακόν, ἐπισυμβαῖνον εἰς ἄνθρωπον ἰδίᾳ μετὰ τὴν εἰς αὐτὸν ἐμφάνισιν κακοποιοῦ πνεύματος, σεληνιασμός, ἀποπληξία ἔνθ’ ἀν.: Γιˬότσα θὰ τ’ς ἔρθῃ τσῆ κακορρίκης (κακορρίζικης) Κρήτ. Ἔπεσ’ ἡ γιˬότσα του (τοῦ ἦλθεν ἀποπληξία) Μάν. Εἶdα κλείσετε, μωρέ, τσὶ πόρτες, νὰ μὴ bῇ ἡ γιˬότσα; Κρήτ. (Ζερβιαν.) || Φρ. Γιˬότσα νὰ dοῦ ’ρθῃ! Πελοπν. (Μανιάκ.) Ὤ, ποὺ νὰ σοῦ δώσῃ γιˬότσα καὶ λιλίριο! (=κραυγὴ ἀπελπιστική. νὰ ἔχῃς κακὸν θάνατον) Κίμωλ. Νὰ dοῦ δώσῃ ἡ γιˬότσα! Κύθηρ. Γιˬότσα νὰ σ’ κάτσῃ! Πάρ. Ποὺ νὰ μὴ δῇς ὑγε͜ιὰ καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ἡ γιˬότσα! Σίφν. Νὰ σὲ τσακώσῃ-νὰ σὲ πιˬάσῃ-νὰ σὲ ψήσ’ ἡ γιˬότισα κακή! Κεφαλλ. Νὰ πᾶς ἀπὸ γιˬότσα! Ζάκ. Νὰ σὲ πιˬάσῃ γιˬότσα! αὐτόθ. (ἀραί) Συνών. ἀποπληξία, κόλπος, νταμπλᾶς. β) Μεταφ., βάρος ψυχικὸν, στενοχώρια Κύθηρ.: Ὤ, ποὺ νὰ σοῦ δώσῃ γιˬότσα! (=βαρειὰ στενοχώρια).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA