γομμαλάκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομμαλάκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γομμαλάκα ἡ, σύνηθ. γομμολάκα πολλαχ. γκομμαλάκα Λεξ. Πρω. κ.ἀ. κουμαλάκα Μακεδ. (Βέρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. gomme-lαque
Σημασιολογία
Τὸ λάκκειον κόμμι, ἤτοι κολλητικὴ οὐσία παρασκευαζομένη ἐκ τοῦ χυμοῦ Ροὸς τοῦ βερνικοφόρου (Rhus verniciferae) ἐν διαλύσει μετ᾽ οἰνοπνεύματος καὶ χρησιμοποιουμένη πρὸς στίλβωσιν ἐπίπλων ἢ ἄλλων ἀντικειμένων ἔνθ᾽ ἀν.: Ξέχασες νὰ φτε͜ιάσῃς τὴ γομμαλάκα σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA