γομμολάστιχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομμολάστιχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γομμολάστιχα ἡ, κοιν. γομμαλάστιχα σύνηθ. γομμολάστιχο τό, Σῦρ. κουμπολάστιχα Καρ. (Ἁλικαρνασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γόμμα καὶ λάστιχα. Ὁ τύπ. κουμπολάστιχα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν λ. κουμπί.
Σημασιολογία
Ἐλαστικὸν κόμμι καταλλήλως ἐπεξειργασμένον, διὰ τοῦ ὁποίου σβήνονται τὰ διὰ μολυβδίδος ἢ μελάνης γεγραμμένα κοιν: Μὲ τὴ γομμολάστιχα σβήνονται οἱ μολυβιˬὲς καὶ οἱ μελανιˬὲς κοιν. Πᾶρε γλήγορα τὴ γομμολάστιχα καὶ σβῆσε τὶς μουτζαλιˬὲς πού ᾽χεις ᾽ς τὸ τετράδιˬο σου (μουτζαλιˬὲς = μελανιὲς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γόμμα, λαστιχίδα, σβηστῆρα, σβηστήρι, σβήστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA