βάμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάμμα τό, Ἀθῆν. Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανιστ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Αὐδήμ. Σηλυβρ.) Κάλυμν. Καππ. Κάρπ. Κρήτ. Κῶν. Κῶς Μακεδ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Λάστ. Οἰν.) Ρόδ. Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ. ᾿άμμα Καρπ. γάμμα Ρόδ. Τῆλ. βάμματο Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βάμμα. Ὁ τύπ. βάμματο ἐκ τοῦ πληθυντ. βάμματα.
Σημασιολογία
1) Οὐσία χρωστικὴ διὰ τῆς ὁποίας βάπτουν Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Κρήτ. Μακεδ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Λάστ Οἰν.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Μιˬᾶς χήρας δυχατέρα, μιˬὰ ροῦσσα, μιˬὰ ξανθε͜ιά, πὄχει ᾿ς τὰ χείλη βάμμα, 'ς τὸ μάγουλο ἐλα͜ιὰ Λάστ. Ἂν μ᾿ άρνηθῇς, χάνεις ἐσύ, μὰ ἐγὼ δὲ χάνω πρᾶμα, γιˬατ᾿ ἤβαψ' ἡ καρδούλλα μου σὰ dὸ καρνᾶδο βάμμα (καρνᾶδο=ἐρυθρὸν) Κρήτ. Νὰ τὸ χαρῶ τὸ πρόσωπο ἀποὺ δὲ θέλει σάσμα μουδὲ τὰ φρύδιˬα τόρνεμα μουδὲ τὰ χείληˬα βάμμα αὐτόθ. 2) Βάψιμον, βαφὴ Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανιστ.) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ.: Τὸ ροῦχο θέλει βάμμα Κρήτ. Ὡραῖο ἔγινε τὸ βάμμα Πλατανιστ. Συνών. βάψιμο 3)Τὸ πρὸς βαφὴν ὡρισμένον πρᾶγμα ἢ τὸ βαπτόμενον πρᾶγμα Κύθν. Κῶς. 4) Νῆμα βαμβακερὸν ἢ μάλλινον βαμμένον Β. Εὔβ. Κάλυμν. Καρπ. Κρήτ. Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. Βάμμα κιτρινοκόκκινο κττ. Κρήτ. Ξεαμμένο ᾿άμμα Καρπ. β) Νῆμα πορφυροῦν Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Καππ. γ) Μάλλινον νῆμα ἁπαλοκλωσμένον καὶ χρωματισμένον χρησιμοποιούμενον εἰς κεντήματα Θρᾴκ. (Αἶν.) 5) Ὑπὸ τὸν τύπ. βάμματο, τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας στασίμου ὕδατος ἐκ φυτῶν ἐπικάλυμμα Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA