γομπιˬαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομπιˬαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γομπιˬαίνω ἐνιαχ. σγουμπιˬαίνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) σγουbιˬαίνω Ἐρεικ. Θήρ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γόμπιˬος.
Σημασιολογία
Γομπιˬάζω, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬατί ἐσγούbιˬανες ἔτσι, ᾽ωρέ; Κέρκ. Σγούμπιˬανι τώρα οὑ γέρουντας, τί καρτιρεῖς... Στερελλ. (Αἰτωλ) Συνών. βλ. εἰς λ. γομπιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA