ἀσκημοντυμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημοντυμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκημοντυμένος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄσκημα καὶ τοῦ ντυμένος μετοχ. τοῦ ρ. ντύνω.

Σημασιολογία

Ἀκαλαίσθητα ἐνδεδυμένος σύνηὓ.: Λίγο πεˬὸ πίσω... στέκεται ἡ δούλα... κἄπου τριαντάρα, ἀδέξια κόρη ἀσκημοντυμένη ΓΒλαχογιανν Τὰ παληκάρ. 95.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/