γομπινέσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομπινέσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γομπινέσκω ἐνιαχ. σγουbινέσκω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀορ. ἐγόμπιˬανα τοῦ ρ. γομπιˬαίνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έσκω.
Σημασιολογία
Ἐνεργ. καὶ μεσ., κυφῶ, κυφοῦμαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀρχίζει καὶ σγουbινέσκει ὁ μπάρμπα Πέτρος Πελοπν. (Μάν.) Σγουbινέσκεις τώρα τελευταῖα τοὺς νώμους σου αὑτόθ. Συνών. βλ. εἰς λ. γομπιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA