γονατᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονατᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γονατᾶς ἐπίθ. Θήρ. Κέρκ. Πάρ. Στερελλ. (Ἀράχ.) - Λεξ. Βάιγ. γουνατᾶς Θάσ. Μακεδ. (Ἄσσήρ.) βονατᾶς Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνατο. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων μεγάλα γόνατα ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γονατᾶς Ἀθῆν. Κεφαλλ. (Σάμ.) Κέρκ. Πελοπν. (Πάτρ.) Γουνατᾶς Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ. Νικήτ.) Μυτιλήν. Στερελλ. (Βόνιτσ. Ναύπακτ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Σ τοῦ Γουνατᾶ Θάσ. 2) Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς Μακεδ. (Ἄσσήρ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γονάτισμα 2, γονατιστὸς 3. 3) Τὸ ἀρσ. ὡς οὐσ., τὸ φυτὸν Κέγχρος ὁ σπονδυλωτὸς (Setaria verticillata) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀγρωστιδῶν (Gramineae) Ρόδ. Συνών. γονατόχορτο, κολλήτσιˬανος, κολλητσόχορτο, κολλοχόρταρο, κολλόχορτο, κοστρέβα, μουχρίτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA