βαντάκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαντάκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαντάκα ἡ, Πελοπν. (Κορών.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. βαdάκα Ζάκ. Ἴμβρ. Κέρκ. Κεφαλλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαντάκι κατὰ τύπ. μεγεθ.
Σημασιολογία
1) Δέμα διαφόρων εἰδῶν ἱματισμοῦ ἢ παρομοίων τινῶν Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.: Ἔκαμε μιὰ βαντάκα τ’ ἄπλυτα καὶ τὰ πῆρε νὰ τὰ πλύνῃ Λεξ. Δημητρ. Μιὰ βαdάκα ροῦχα Κεφαλλ. Μιˬὰ βαdάκα μαλλιˬὰ αὐτοῦ Συνών. μπόγος. 2) Δέμα πλανοδίου ἐμπόρου περιέχον τὰ διάφορα ἐμπορεύματά του συνήθως παννικὰ καὶ φερόμενον ἐπὶ τοῦ ὤμου του Ζάκ. Πελοπν. (Κορών.): ᾎσμ. Τοῦ πρέπει τοῦ προξενητῆ μαdήλι ἀπὸ βαdάκα ποῦ ἐταίριˬασε τὸ νεὸ γαbρὸ μὲ νύφη μαυρομμάτα (μαdήλι ἀπὸ βαdάκα=καινουργὲς) Ζάκ. 3) Δέμα λαχάνων Ζάκ. 4) Μεταφ. γυνὴ μικρόσωμος καὶ εὐτραφὴς Ζάκ. 5) Ἀνθοδέσμη Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA