γονατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γονατίζω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γονατίζου Καππ. (Μισθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γουνατίζου βάρ ἰδιώμ. γονατίντζω Πάτμ. Σίφν. βονατίζω Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. (Σάλακ. κ.ἀ.) γονατίτσω Καλαβρ. (Μπόβ.) γονατσίζω Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) γονατσίζου Καππ. (Σίλ.) γονατίζω᾽μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γουνακίχουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν κ.ἀ.) ᾽ονατίζω Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βονατίζω Κάσ. ἀγουνατίζου Στερελλ. γκονατίτσω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) γκονατίτω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) γοτανίτσω Ἀπουλ. γκοτανίτσω Ἀπουλ. (Μαρτ.) ἀγκονατίτσω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγκονατίτω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνγgοναdίντω Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ἐγκονατίτω Ἀπουλ. ἐγκοτανίτω Ἀπουλ. (Μαρτ.) γονατῶ Μακεδ. (Δρυμ. Καστορ.) - Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 152 - Λεξ. Πρω. γονατάω Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Πύργ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) - Κ. Παλαμ., Ἀσαλ. Ζωή2, 151 ἀγουνατάου Στερελλ. Ἀόρ. ἐγονάτιξα Πόντ. (Τραπ.) γκονάτια Καλαβρ. (Μπόβ.) Ὑποτ. νὰ γονατίω Καλαβρ. (Μπόβ.) Μεσ. γκοτανίτομαι Καλαβρ. (Μπόβ.) γ΄ ἑν. γονατίνεται Πόντ. (Τραπ.) γονατίεται Πόντ. (Τραπ.) Ὑποτ. ἀορ. νὰ γκονατιστῶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. γονατιγμένος Πόντ. (Τραπ.) γονατιμένος Ἀπουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ρ. γονατίζω.
Σημασιολογία
Α) Μεταβ. 1) Κτυπῶ μὲ τὸ γόνυ, δίδω γονατιˬὲς Κεφαλλ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Φρύν. 31.21 «γονατίζειν, τῷ γόνατι πλήττειν». 2) Κάμνω, ὑποχρεῶ τινα νὰ γονατίσῃ σύνηθ. καὶ Ποντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Θὰ σὲ γονατίσω κάτου! Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Κάθησε ἥσυχος, γιˬατὶ θὰ σὲ γονατὶσῃ ὁ δάσκαλος (θὰ σοῦ ἐπιβάλῃ νὰ μείνῃς γονατιστὸς) Τραπ. Τὸν ἐγονάτισε ό δάσκαλος ἀπάνου ᾽ς τὰ χαλίκιˬα (τοῦ ἐπέβαλε τὴν τιμωρία νὰ μείνῃ γονατιστὸς ἐπάνω στὰ χαλίκια) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἕνας καμηλάρης ἐγονάτισεν τὴγ καμήλαν του Κύπρ. Ν᾽ ἐγονακίε τὸ βάννε (τὸ ἐγονάτισε τὸ ἀρνὶ) Μέλαν. || ᾌσμ. Ἀπ᾽ τὰ μαλλιˬὰ τὸν ἄδραξε, ᾽ς τὴ γῆ τὸν γονατάει Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Κιˬ ἀπ᾽ τὰ μαλλιˬὰ τὴν ἔπαιρνε, ᾽ς τὴ γῆς τὴ γονατάει Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἡ σήμ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Μαλάλ. (ἔκδ. Βόννης), 309,8 «συνέβη... τὸν ἵππον... κονδάψαντα εἰς αὐτὸ γονατίσαι καὶ αἱματωθῆναι τὸ γόνυ τοῦ ἵππου». β) Μεταφ., προσκόπτω ἐν τῷ λέγειν Πόντ. Β) Ἀμτβ. 1) Πίπτω εἰς τὰ γόνατα, κλίνω γόνυ, γονυπετῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Γονάτισε ἀπὸ τὸ πολὺ βάρος. Γονάτισε μπροστὰ ᾽ς τὴν εἰκόνα - ᾽ς τ᾽ ἅγιˬο βῆμα κοιν. Γονάτισα γιˬὰ νὰ πιˬῶ νερὸ Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Ηὗρ᾽ ἕναν ὄχτου κὶ γουνάτ᾽σι τοὺ μ᾽λάρ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἐγονατίσανε ᾽ς τὴν ἐκκλησία ἀπέσ᾽ Ὄφ. Τὴ Γουνάτιση παίρνουν καρυδόφυλλα κὶ γονατίζουν ἀποπάν᾽ κ᾽ ὕστερα τὰ κρύβουν μέσ᾽ ᾽ς τὰ σιντούκιˬα (Γουνάτιση = ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς) Θρᾴκ. (Αδριανούπ.) Ἀγουνάτ᾽σι οὺ Μῆτρους μὶ τοὺ τ᾽φέκ᾽ κὶ τ᾽ς καθάρ᾽σι οὑλ᾽νοὺς (τ᾽ς καθάρ᾽σι = τοὺς ἐσκότωσε) Στερελλ. || Φρ. Γουνάτ᾽σα κὶ σὄκαμα νιˬὰ δουλε͜ιὰ (μὲ ζῆλον καὶ ἐπιμονὴν ἐξετέλεσα κάτι) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἅμα δὲ γουνατίσ᾽ οὑ ἄνθρουπους, δὲ γέιτι δ᾽λε͜ιὰ αὐτόθ. Γονατίζει τὸ χτένι (κυρτοῦται, κάμπτεται κατὰ τὴν ὕφανσιν) Κρήτ. || Παροιμ. Πρώιμ᾽, ἀγωγιˬάτη μου, τ᾽ ἄλογο, πρὶν γονατίσῃ (πρώιμ᾽ = πρώιμα = ἐγκαίρως· νοεῖται πρόσεχε· ὅτι ἐπιβάλλεται ἐγκαίρως πρόνοια πρὸς ἀποφυγὴν δυσαρέστων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 265.266. Συνών. παροιμ. Ἔπρεπε πρίν, βλάχο μ᾽, τ᾽ ἄλογό σου. Ἂν δὲν ἐγονάτιζ᾽ ἡ γκαμήλα, δὲ θὰν τὴν ἐφορτώνανε (διὰ τοὺς ὑποχωροῦντας εἰς τὰς παραλόγους ἀξιώσεις τῶν ἄλλων). Κεφαλλ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Αἴνιγμ. Πέφτω, σκύφτω, γονατίζω, | τὴν πιστόλα μου γεμίζω (ἡ κασέλα, τὸ μπαοῦλο) Πελοπν. (Παππούλ.) Τσύβγω, βονατίζω, μbρός σου, | τὸ μακρὺ μου ᾽ς τὸ σκιστό σου (τὸ κιβώτιον καὶ τὸ κλειδὶ μὲ τὸ ὁποῖον τὸ ἀνοίγουν) Μεγίστ. ᾽ονατίζω σκύφτω μbρός σου, | τὸ μακρύ μουμ- ᾽ς τὸ σκιστόσίσου (τὸ κλειδὶ καὶ ἡ κλειδωνιὰ τῆς στέρνας) Κάσ. Σκύβω, γονατίζω μπρός σου | τὸ μακρύ μου ᾽ς τὸ σκιστό σου (τὸ κλειδὶ καὶ ἡ κλειδωνιὰ τῆς θύρας) Πελοπν. (Γαργαλ.) || ᾌσμ. Πέφτω, σκύβω, γονατίζω, | τὴν κουμπούρα μου γιˬομίζω καὶ τῆς δίνω μνιˬὰ ᾽ς τὰ σκέλιˬα | καὶ ξεράθηκε ἀπ᾽ τὰ γέλιˬα αὐτόθ. Ἐβὼ θὰ πάω ᾽ς τοὺς νεκροὺς νὰ βονατίσω μbρός τους, νὰ τοὺς μιλήσω μbιστικά, νὰ ᾽ίνω σύντροφός τους Μεγίστ. ᾽Σ τὸ χῶμα τοῦ μνημάτου σου θά ᾽ρτω νὰ βονατίσω, νὰ ρίξω δάκρυˬα βουρκωτά, ἴσως τσαὶ σ᾽ ἀναστήσω αὐτόθ. Τσαὶ μὲ ἀφῆκαν μανεχὴ | ἐτσεῖ ποὺ πάει, ἐτσεῖ ποὺ στέει ἡ μάννα σου gονατημένη | gιˬὰ σὲ παρακαλεῖ Ἀπουλ. (Καλημ.) || Ποίημ. Ἡ λύρα σὰ λαμπρομιλῇ ᾽ς τὸ φῶς τὸ μίλημά της, ξυπνάει τὴν πέτρα καὶ φυσάει τὴν ἥμερη ψυχὴ κιˬ ὁ τίγρης κλαίει κιˬ ὁ λύκος πάει καὶ γονατάει μπροστά της Κ. Παλαμ., Ἀσάλ Ζωή2, 151. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. β) Μετβ. καὶ ἀμτβ., γονυκλινῶς, γονυπετῶς παρακαλῶ Θρᾴκ. (Αἷν.) Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πόντ. (Τραπ.): ᾌσμ. Παρακαλοῦν οἱ γέροντες κ᾽ οἱ νέοι γουνατίζουν Αἶν. Γερόντοι τὸν παρακαλοῦν κ᾽ οἱ νιˬοὶ τὸν γονατίζουν Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Φραντζ. (ἔκδ. Βόνν.), 419 «νὰ γονατίσουν τοὺς ὑπερέχοντας καὶ πάπαν καὶ καρδιναλίους καὶ τοὺς ἄλλους αὐθέντας». 2) Κάμπτω κλάδον φυτὸν πρὸς φύτευσιν Εὔβ. (Αἰδηψ.) Πάτμ. Σίφν. Τσακων. (Μέλαν κ.ἀ.) - Λεξ. Ἠπ.: Νὰ τήνε γονατίσῃς τὴ ρίζα καὶ τὸ μάτι θὰ πάῃ νὰ μείνῃ τοσοδὰ ξέχωστο (ρίζα = κορμὸς) Σίφν. Γονάτισε τὴ σάμdα, νὰ ουγκήτσῃ ὸ χῶμα (γονάτισε τὴν βέργαν ν᾽ ἀκουμπήση εἰς τὸ χῶμα) Μέλαν. Συνών. βουτακιˬάζω 2, βουτακίζω 2, βουτῶ, καταβολεύω, καταβολιˬάζω, καταβολαδιˬάζω, κατουρυγιˬάζω, κολοβουτῶ, ρυγίζω. β) Μεταφ., ταπεινῶ Λεξ. Δημητ. γ) κάμπτων ἐργαλεῖον προσδίδω εἰς αὐτὸ σχῆμα γωνίας Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. δ) Μετβ. καὶ ἀμτβ., ἀναγκάζω τινὰ νὰ κλίνῃ, κλίνω, γέρνω, Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Πρω.: Καθὼς τοὺ χτέ᾽ς τοὺ δέμα, θὰ γουνατίσ᾽ γλήγουρα (δέμα = ἀναλημματικὸς τοῖχος, θὰ γονατίσ᾽ = θὰ κλίνη, θὰ γείρῃ) Αἰτωλ. ε) Ἐνεργ. καὶ μέσ. μετβ. καὶ ἀμτβ., κάμπτω, καταβάλλω, καταρρίπτω καὶ κάμπτομαι ὑλικῶς καὶ ἠθικῶς κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Γονάτισε ἀπὸ τὰ βάσανα - τὶς πίκρες - τὶς στενοχώριˬες κοιν. Ἐγονάτισε ᾽πὸ τὰ πολλὰ βάσανα ὁ μπάρμπα-Θανάσης! Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἐγονάτισεν ὁ ἄνθρωπος (ἠτύχησεν οἰκονομικῶς) Πελοπν. (Μάν.) Ἔχασε τὰ πρόβατά του καὶ γονάτισε γιˬὰ καλὰ (ἐκάμφθη οἰκονομικῶς) Ἤπ. Ἡ δουλε͜ιά τ᾽ κἄπως ἐγονάτιξεν Πόντ. Ἐπαδὰ ᾽ονατίζουν ἄdρες θηρία μὲ τὴ σκαφή, ὄχι ὁ καμένος Γιˬώργης πού ᾽ναι κοπεάκι (μικρὸ παλληκάρι) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εἶι γουνατισμένους τώρα οὑ ἔμπορας (ἔχει καμφθῆ οἰκονομικῶς) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ ζημιˬὰ πὄπαθι αὐτὸς οὐ ἄνθρωπους τοὺν γουνάτ᾽σιν Μακεδ. (Βογατσ.) Τὸν ἐγονάτισαν τὰ χρέγιˬα Πελοπν. (Μάν.) Τὸν ἐγονάτισε ἡ ἀνέχε͜ια κ᾽ ἡ ἀδυνασὰ (= τὰ πολλὰ ἀνύπανδρα κορίτσια του) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοὺς ἐγονάτισεν ὁ πόλεμος, ἡ πολιτικὴ σύνηθ. Ἡ περίσταση μᾶς τὰ ᾽καμ᾽ ἐφέτο, νὰ μᾶς γονατίσῃ καὶ νὰ μὴν ἔχωμε ψωμὶ νὰ φᾶμε Κέρκ. Μωρ᾽, τ᾽ πεῖνα εἶχες! Τὸ γονάτισες τὸ καρβέλι (ἔφαγες ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ αὐτὸ) Τὴν. Ἔντεν ὁ γάμο τᾶ σατερῆ σι ᾽ ἐγονακίε (αὐτὸς ὁ γάμος τῆς κόρης του τὸν κατέβαλε οἰκονομικῶς ἢ ἠθικῶς) Μέλαν. 3) Ἐπὶ λέμβου ἢ πλοίου πληρωθέντων ὕδατος ὑπὸ τῶν κυμάτων καὶ κινδυνευόντων νὰ βυθισθῶσιν ἢ ἀδυνατούντων νὰ πλεύσωσι Θήρ. Μῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA