γονατιστὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονατιστὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γονατιστὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) γουνατιστὰ Μακεδ. (Δοξᾶτ. κ.ἀ.) γουνατ᾽στὰ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίρρ. γονατιστά. Πβ. Χρον. Μορ., στ. 3352 (ἔκδ. J. Schmitt) «γονατιστὰ δεόμενοι ὅλοι παρακαλοῦν τον».

Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων

Γονυκλινῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.): Ἡ δουλε͜ιὰ γίνεται γονατιστὰ σύνηθ. Γονατιστὰ ἐπαρακάλεινεν Πόντ. (Οἰν.) Πάει γονατιστὰ νὰ κλέψῃ τὰ ξένα ἀπίδιˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) Εἶναι ἕνας ἀνήφουρους... ἐγὼ γουνατ᾽στὰ κὶ μὶ τὰ γράτσανα ἀνέβ᾽κα (μὶ τὰ γράτσανα = μὲ τὰ νύχια) Εὔβ. (Ἄκρ.) Πέρασε γονατιστὰ οὕλο τὸ χαντάκι καὶ δὲν τὸν ἐπῆρε κανείς του μυρουδιˬὰ (δὲν τὸν ἀντελήφθη κανένας) Πελοπν. (Μαργέλ.) Ὁδόμου δὲν ἀκρομάζομου, μ᾽ ἔβανε γονατιστὰ (ὅταν δὲν ἤμουν ὑπάκουος, μὲ ἔβανε νὰ σταθῶ γονατιστὰ) Κορσ. Ἔπεσε μπροστά της γονατιστὰ καὶ τῆς φίλησε τὸ χέρι Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 433. Στέκεται γονατιστὰ μιˬὰ ὥρα Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Χρον. Μορ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/