γιˬουβαρλακίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουβαρλακίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬουβαρλακίζω ἐνιαχ. γιˬουβαρλακίζου Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Ἀόρ. γιˬουβαρλάκισα Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬουβαρλάκι.
Σημασιολογία
Γιˬουβαρλαντίζω, τὸ ὁπ. βλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA